Ἀντισθένη

Ἀντισθένη
Ἀντισθένης
masc nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Ἀντισθένης
masc acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Απλοκύων — Ἁπλοκύων, ο (Α) 1. σκωπτική ονομασία του κυνικού φιλοσόφου Αντισθένη, που φορούσε τον χιτώνα του μονό αντί διπλό 2. ανόητος, μωρός …   Dictionary of Greek

  • αντισθενισμός — ἀντισθενισμός, ο (Α) ιδεολογία και τρόπος ζωής σύμφωνα με τη διδασκαλία του Κυνικού Αντισθένη …   Dictionary of Greek

  • ισογραφή — ἰσογραφή, ἡ (Α) ως κύριο όν. Ίσογραφή τίτλος έργου τού Αντισθένη …   Dictionary of Greek

  • κυνικός — ή, ό (AM κυνικός, ή, όν) [κύων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε σκύλο ή μοιάζει με σκύλο («τὸ κυνικὸν καὶ θηριῶδες τῶν ὀρέξεων κατέχειν», Πλούτ.) 2. αυτός που προέρχεται από τον αστερισμό τού Κυνός («κυνικά καύματα») 3. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • μελεαγρίς — η (Α μελεαγρίς, ίδος) γένος ορνιθόμορφων πτηνών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκουν στην οικογένεια meleagridae, γνωστό κοινώς σήμερα ως γαλοπούλα αρχ. ως κύριο όν. Μελεαγρίς τίτλος έργου τού Αντισθένη («καθὼς ἱστορεῑ Ἀντισθένης ἐν γ… …   Dictionary of Greek

  • Αλκίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πυθαγόρειος φιλόσοφος από το Μεταπόντιο της Κάτω Ιταλίας. 2. Στρατηγός από την Ηλεία (4ος αι. π.Χ.). Συγκρότησε σώμα από 150 Ηλείους ιππείς και ακολούθησε τον Μέγα Αλέξανδρο στην Καππαδοκία. 3. Αθηναίος απελεύθερος,… …   Dictionary of Greek

  • Αντισθένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος φιλόσοφος (Αθήνα 444; – περ. 365 π.Χ.). Μαθητής του Γοργία αρχικά, προσελκύεται τελικά από την προσωπικότητα του Σωκράτη και εγκαταλείπει τον πρώτο δάσκαλό του με χλευασμούς. Μετά τον θάνατο του Σωκράτη,… …   Dictionary of Greek

  • Ξανθίππη — I (5ος αι. π.Χ.). Σύζυγος του φιλόσοφου Σωκράτη. Κατά την παράδοση, ήταν πρότυπο κακής και δύστροπης συζύγου. Οι νεότεροι φιλόλογοι ισχυρίζονται πως είναι υπερβολικές αυτές οι κρίσεις. Δεν είναι καθόλου απίθανο να υπήρχαν προστριβές μεταξύ τους,… …   Dictionary of Greek

  • κυνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σκυλί, ο σκυλίσιος. 2. αυτός που ανήκε στη φιλοσοφική σχολή του σωκρατικού Αντισθένη, που είχε ονομαστεί «κυνική». 3. αναιδής, αισχρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”